χαλινάρωμα

χαλινάρωμα
το, -ατος
1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλιναρώνω, τοποθέτηση χαλινού.
2. συγκράτηση, σταμάτημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλινάρωμα — το, Ν [χαλιναρώνω] 1. η τοποθέτηση χαλινού στο άλογο 2. συγκράτηση, έλεγχος, αναχαίτιση, περιορισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”